- χυδαίων
- χυδαῖοςpoured out in streamsmasc/fem/neut gen plχυδαιόωmake vulgarimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)χυδαιόωmake vulgarimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυδαιῶν — χυδαιόω make vulgar pres part act masc voc sg (doric aeolic) χυδαιόω make vulgar pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χυδαιόω make vulgar pres part act masc nom sg χυδαιόω make vulgar pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρολαλία — η ιατρ. η παθολογική τάση για χρησιμοποίηση πολύ χυδαίων λέξεων και φράσεων ως αντικοινωνική διαμαρτυρία ή ως σεξουαλική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolalia < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + lalia (πρβλ. λαλία < λαλώ… … Dictionary of Greek
κοπρολογία — η 1. κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και εξέταση τών κοπράνων 2. κοπρολαλία 3. μτφ. η χρήση χυδαίων λέξεων και εκφράσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprology < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + logy (πρβλ. λογία <… … Dictionary of Greek
προστυχολογιά — η, Ν πλήθος χυδαίων ανθρώπων, προστυχόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + λογιά (< λογία < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. φτωχο λογιά (βλ. λ. λογία)] … Dictionary of Greek
σκατολογία — η, Ν 1. το να μεταχειρίζεται κανείς συχνά στον λόγο του τη λέξη σκατό, βωμολοχία, χυδαιολογία 2. ιδιαίτερη προτίμηση τών πραγματιστών συγγραφέων στη χρησιμοποίηση χυδαίων λέξεων και στην αναπαράσταση βρομερών πραγμάτων και καταστάσεων 3. ιατρ.… … Dictionary of Greek
χυδαΐζω — ΝΜ [χυδαῑος] νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι χυδαία, με λόγια και ενέργειες τών χυδαίων ανθρώπων 2. (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) μιλώ και γράφω στη δημοτική μσν. 1. συναγελάζομαι, ανακατεύομαι μέσα στον όχλο 2. παθ. χυδαΐζομαι (για … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
Κλεοφών — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Πριν από την ενασχόλησή του με τα κοινά κατασκεύαζε λύρες. Μετά τις μάχες της Κυζίκου (410), των Αργινουσών (406) και των Αιγός Ποταμών (405), οι… … Dictionary of Greek